- πολύκεστος
- πολύ - κεστος (κεντέω): much or richly embroidered, Il. 3.371†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύκεστος — with much needle work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκεστος — ον, Α (επικ. τ.) πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κεστός* «στολισμένος με κεντίδια» (< κεντῶ)] … Dictionary of Greek
πολύκεστον — πολύκεστος with much needle work masc/fem acc sg πολύκεστος with much needle work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)